κοτσύφια, τά
Ερμηνεία:
Ωδικό πτηνό μελανού, στιλπνού χρώματος)] Βλέπε: κηρομύται
Ετυμολογία:
[(Αρχ.) κόσσυφος, κόττυφος (το κοτσύφι ή κερομύτης ή κηρομύτης, ο κότσυφας, ο κόσσυβας
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Ἕνας γερο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|